Υποστηρικτικό κείμενο διπλωματικής :
Ο Βυθός είναι μια μυστηριακή χώρα. Η πυκνότητα του νερού, τα υπόγεια ρεύματα, οι υπόκωφοι ήχοι και οι παράξενοι ζωντανοί οργανισμοί που κινούνται εκεί, δημιουργούν στον παρατηρητή εσωστρέφεια κι υπενθύμιση του υγρού τόπου απαρχής της ζωής. Το τοπίο γύρω από τα πλάσματα που κατοικούν εκεί, παρουσιάζεται με ποικίλα χρώματα κρυστάλλινα και λαμπερά, δημιουργώντας έναν κόσμο πιο κοντά σ΄ αυτόν που αναγνωρίζουμε μέσα μας. Έτσι ο άνθρωπος παρατηρώντας το βυθό της θάλασσας και τα πλάσματά της, αναγνωρίζει βασικά στοιχεία του εσωτερικού κόσμου του, εμπνέεται μύθους κι αφηγείται ιστορίες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που γεννούν προβληματισμούς σε θεμελιώδη ερωτήματα αυτογνωσίας.
Για τη δική μου αφήγηση εστιάζω στη μέδουσα, πλάσμα ποικίλων μορφών μεγεθών και διάρκειας ζωής (έως και του βιολογικά αθάνατου είδους «Turritopsis dohrnii»). Η ουσία του σώματός της, πυκνότητας σχεδόν ίσης με την πυκνότητα του νερού, το μοναδικό άνοιγμα με πολλά κροσσωτά χείλη από το οποίο γίνεται η πρόσληψη και η αποβολή της τροφής της, η αντιληπτική ικανότητά της παρά την έλλειψη εγκεφάλου και τα περίπλοκα πλοκάμια της που συμβάλλουν στη γοητευτική της κίνηση αλλά ταυτόχρονα την προστατεύουν με το δηλητήριό τους, αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Έτσι συχνά, μέσα από τη λογοτεχνία και την ποίηση, αποδίδεται σ΄αυτά η μορφοποίηση αντικρουόμενων ανθρώπινων ιδιοτήτων, όπως του εγωισμού, δηλαδή της εσωτερικής τάσης που ενώ λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη στον άνθρωπο, ταυτόχρονα αφυπνίζει σκοτεινά ένστικτα.
Χαρακτηριστικός είναι ο αρχαιοελληνικός μύθος για τη μέδουσα που δανείζεται την σαγήνη της ρυθμικά υπνωτικής κίνησής της με την αιφνίδια δηλητηριώδη έως θανατηφόρα επίδραση των περίτεχνων πλοκαμιών της και τη μεταμορφώνει σε τερατόμορφη γοργόνα με δηλητηριώδη φίδια στην κόμη της και βλέμμα που πετρώνει όποιον τολμά να την κοιτάξει κατάματα. Η πανέμορφη γοργόνα Μέδουσα υπερεκτιμά τον εαυτό της και οδηγείται σε αλαζονική και προσβλητική συμπεριφορά (ὕβρις) η οποία έχει ως άμεση συνέπεια το θόλωμα του νου (ἄτη), τη διάπραξη α-νοησίας και τη δίκαιη (νέμεσις) μεταμόρφωσή της σε τέρας τιμωρία (τίσις).
Κατά μια ερμηνεία του μύθου τα τρομακτικά χαρακτηριστικά της μέδουσας απεικονίζουν την προσωποποιημένη έκφραση των αχαλίνωτων δυνάμεων των ενστίκτων των ανθρώπων που ανασύρονται από τα βάθη του υποσυνειδήτου εμποδίζοντας τη καθαρότητα των σκέψεων.
Αντίστοιχα η μέδουσα καταλήγει τιμωρημένη εξαιτίας της αλαζονείας της και σε ένα παραδοσιακό ιαπωνικό παραμύθι. Έχοντας την ιδιαίτερη ικανότητα να μπορεί να ζει και στη στεριά και στη θάλασσα, υποκινείται από τον άρχοντα της θάλασσας, να διαπράξει μια αποτρόπαιη πράξη για σώσει την άρρωστη γυναίκα του, κλέβοντας με δόλο ζωτικά όργανα του πιθήκου. Υπερεκτιμώντας τις ικανότητές της, ξεγελιέται τελικά από το θύμα της, αποτυγχάνοντας να πραγματοποιήσει το στόχο της. Το θράσος της, την φέρνει πίσω άπραγη και τιμωρείται με τη μέγιστη τιμωρία να συνεχίσει να ζει μέσα από τους απογόνους της, μόνο στη θάλασσα πια, παραμορφωμένη και καταδικασμένη να παρασύρεται από τα θαλάσσια ρεύματα. Κατά μια ερμηνεία του μύθου η μέδουσα αναπαριστά την ψυχή, καταδικασμένη εξαιτίας της αλαζονείας της να ζει παγιδευμένη σε διάφανο περίβλημα, και παρότι βρίσκεται μέσα σε ομοειδή πλήθη, να πλανιέται παρασυρμένη από τα ρεύματα του νερού αποτελώντας κατά κύριο λόγο τροφή των άλλων πλασμάτων. Πράγματι, ως μονάδα η κάθε μέδουσα κινείται με έναν ιδιαίτερο τρόπο μετατοπίζοντας το νερό ρυθμικά με τη μάζα του σώματος της που δεν είναι κάτι περισσότερο από μια εγκλωβισμένη πύκνωση της υφής του χώρου που κινείται. Στο γεγονός αυτό, αποτέλεσε σημαντική πρόκληση για μένα, η χρήση του νερού αναμεμιγμένου σε διαφορετικές πυκνότητες καθαρών χρωμάτων, για την αποτύπωση των απομονωμένων από το σύνολο, διαφορετικού περιεχομένου εκδοχών της, σε αδιαφανή ή διαφανή περιβλήματα, αιωρούμενων στις υγρές υφές του άμεσου μικροπεριβάλλοντός της μέσα στο βυθό.
Παρότι η κάθε μέδουσα αποτελεί μονάδα ενός μεγάλου πληθυσμού μεδουσών που εμφανίζεται ομαδικά παρασυρμένος από τα θαλάσσια ρεύματα, μοιάζει να περιορίζεται σε χώρο γύρω της, που της επιτρέπει τη ρυθμική κίνησή της, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος περιορίζει τις δυνατότητες του με γνώμονα τον εαυτό του. Παρότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι πιο πολύπλοκος μοιάζει να αδρανοποιεί τα περισσότερα στοιχεία του, μιμούμενος των βασικών χαρακτηριστικών της μέδουσας. Η θέαση της φαινομενικά άσκοπης αλλά γοητευτικής κίνησής της, συνειρμικά φέρνει στο νου την άσκοπη ζωή των ανθρώπων που καταπιάνονται με ματαιόδοξες πράξεις, φιλαυτίας και ατομισμού.
Ο Ιάπωνας ποιητής Mitsuharu Kaneko (1895-1975), στο ποίημά του το «Τραγούδι της Μέδουσας» (1952), παρατηρώντας υπνωτισμένος το λίκνισμα της μέδουσας, φτάνει στο σημείο να διακρίνει μέσα στη ρευστή μάζα της, μια ζοφερή εκδοχή της εικόνας του φθαρμένου εαυτού του, από την κενότητα μάταιων πράξεων. Στη ρυθμική, κίνηση συρρίκνωσης κι ανοίγματος της μέδουσας διακρίνει το αχνό φως της ψυχής του, που την αναγνωρίζει εγκλωβισμένη στο εύθραυστο περιτύλιγμά της, καταπονημένη και παρασυρμένη από τα κύματα. Παρότι φαίνεται ότι αποδέχεται εν τέλει αυτή τη δεινή θέση της ψυχής του, ήδη από τη συνειδητοποίηση της ύπαρξή της, η θέαση της μέδουσας του έχει προκαλέσει (αφυπνίσει) αυτόν τον βαθύ υπαρξιακό στοχασμό.
Από μια άλλη σκοπιά ο Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς (1859-1943) στο ποίημά του «Μέδουσα» (1902) παρότι αποδίδει κι αυτός στη μορφή της μέδουσας τους φόβους που γεννούν τα αχαλίνωτα ένστικτα και τα καθιστά ικανά να προκαλέσουν νέκρωση του νου, καθηλωτική απραξία και παύση κάθε δημιουργικής προσπάθειας διακρίνει μια κινητήρια δύναμη στην εσωτερική φωνή του υποσυνειδήτου που δεν κρατά μάταια τον άνθρωπο σε εγρήγορση, αλλά τον οδηγεί τελικά στη συνειδητοποίηση του ότι μόνο ο μόχθος, οι κόποι και η καταπόνηση του εαυτού του για τη δημιουργία των σημαντικών πραγμάτων στη ζωή του, είναι ικανά να τον οδηγήσουν στην αθανασία. Και εν τέλει έτσι, γίνεται ληστής της κυριαρχίας της.
Στην σύγχρονη κοινωνία ο άνθρωπος τείνει να παρασύρεται από την ύλη οδηγούμενος σε ένα μοναχικό τρόπο διαβίωσης. Πορεύεται ενισχύοντας το «ΕΓΩ» του μέσα σε ένα εικονικό πλαίσιο μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι τεχνικές δυνατότητες για την επικοινωνία και ο φόβος της άμεσης επαφής με τους άλλους, συντελούν σε αυτήν τη τάση. Τελικά απομονώνεται μέσα στο χώρο του, αποτελώντας μια μονάδα του κατασκευασμένου κοινωνικού πλαισίου του, ακολουθώντας άκριτα τα ρεύματα που προβάλλονται μέσα σ΄αυτό. Μια κοινωνία που φαίνεται να παρασύρεται ανάλογα με τις τάσεις αδιαφορώντας για την προσωπική άποψη. Κι αυτό θυμίζει τις μέδουσες, που μετακινούνται ομαδικά, χωρίς εμφανή κινητήρια δύναμη αλλά με τη φορά της ροής των θαλάσσιων ρευμάτων. Εστιάζοντας στη θέαση του εαυτού μας μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο της ζωής μας, άραγε τι να είναι στ΄ αλήθεια αυτό, που εμείς αντικρίζουμε, όταν απομονώνοντάς τον, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την δική μας ψυχή …
クラゲの唄 (金子 光晴) 1952
ゆられ、ゆられ
もまれもまれて
そのうちに、僕は
こんなに透きとほってきた。
だが、ゆられるのはらくなことではないよ。
外からも透いてみえるだろ。ほら。
僕の消化器のなかには
毛の禿ちびた歯刷子ハブラシが一本、
それに、黄ろい水が少量。
心なんてきたならしいものは
あるもんかい。いまごろまで。
はらわたもろとも
波がさらっていった。
僕? 僕とはね、
からっぽのことなのさ。
からっぼが波にゆられ、
また、波にゆりかへされ。
しをれたかとおもふと、
ふぢむらさきにひらき、
夜は、夜で
ランプをともし。
いや、ゆられてゐるのは、ほんたうは
からだを失くしたこころだけなんだ。
こころをつつんでゐた
うすいオブラートなのだ。
いやいや、こんなにからっぽになるまで
ゆられ、ゆられ
もまれ、もまれた苦しさの
疲れの影にすぎないのだ!
(Mitsuharu Kaneko) Song of a Jellyfish (1952)
Swaying, swaying,
tossing, tossing,
eventually I
could be seen through like this.
But to be swayed is not a comfortable thing, you know.
From the outside I can be seen through. Look !
Inside my digestive organs
is a toothbrush with worn-out bristles
and also a small amount of yellowish water.
That dirty-looking thing called my soul
does not exist anymore now.
Together with the tubes of my belly
it was snatched away by the waves.
Me? What I am
is a thing of emptiness, you know,
emptiness swayed by the waves
and again swayed back and forth by the waves.
Shriveling up and then soon afterward
opening wisteria-purple,
night after night
burning a lamp.
No, that which is being swayed about actually
is only the soul which has lost the body
that is the soul's wrapping
of thin rice paper.
No, no, so much emptiness came from
swaying, swaying,
tossing, tossing pain's
fatigued shadow which is all that it is!
(Mitsuharu Kaneko) Το τραγούδι της Μέδουσας (1952)
Λικνίζονται, λικνίζονται
Αναπηδούν, αναπηδούν
εν τέλει εγώ
κάπως έτσι τόσο εμφανής έγινα.
Αλλά, το να λικνίζεσαι δεν είναι κάτι βολικό ξέρεις.
Απ έξω μπορώ να το δω. Κοίτα !
Μέσα στα πεπτικά μου όργανα
είναι μια οδοντόβουρτσα με φθαρμένες τρίχες
κι επίσης λίγα κιτρινωπά νερά.
Η ψυχή μου, αυτό το βρώμικο πράγμα δεν μπορεί
να είναι έτσι. Μέχρι τώρα.
Μαζί με τους αγωγούς των σωθικών μου
αρπάχτηκε από τα κύματα μακριά.
Εγώ? Αυτό που είμαι,
ένα κούφιο πράγμα ξέρεις,
κενότητα παρασυρμένη από τα κύματα,
που πάλι επιστρέφει και σπρώχνεται από τα κύματα.
Μαραίνομαι κι ευθύς αμέσως
ανθίζω μωβ γλυκίνη
νύχτα στη νύχτα
αναφλέγοντας μια λάμπα.
Όχι, αυτό που προκαλεί το λίκνισμα στ’ αλήθεια
δεν είναι παρά η ψυχή που έχει χάσει το σώμα
αυτό, είναι της ψυχής το περιτύλιγμα
από λεπτό χαρτί ρυζιού.
Όχι, όχι, τόσο πολύ κενό προέρχεται με το να
λικνίζονται, λικνίζονται,
αναπηδούν, αναπηδούν με πόνο κουρασμένη σκιά,
η οποία είναι όλ΄ αυτά που είναι !
(Kostis Palamas) Medusa (1902)
O Medusa! and the wakeful Night
fell upon me
and marbled were my wide open eyes;
o Medusa! demons passed
on black-winged horses.
More fierce than demons,
o Medusa! you came, brought
by darkness firmer than my wakefulness;
the Night gave to you my all,
vision, will, mind, heart.
You came! Still, have you not forgotten me?
every time some evil strong weather readies to sweep me
o Medusa, I see you, thundercloud,
you tell me in silence: "Be patient!"
O Medusa! and you were once
the cordial and harmless one…
From hatred you changed and have become a monster? Are you not satisfied?
Of darkness I am frigid and naked I am of day.
And you came to me now, with face of a sphinx, closer;
your menace tighter with the dark.
O Medusa! the maximum sentence
from Hades you send?
I fear you not, stay, Medusa! I am the thief;
lift me to blessed paradises
divine hand, lift me;
of evil, thunderhead,
you tell me in silence: " Be patient!"
They await me in Elysium; a place for me they have prepared there
under domes with unfading flowers
witnesses of suffering unspoken
and of severe suffering.
(Kωστής Παλαμάς) Μέδουσα (1902)
Ω Μέδουσα! και η Νύχτα ολάγρυπνη
χαμήλωνε από πάνω μου
και μου μαρμάρωνε τα ολάνοιχτα τα μάτια·
ω Μέδουσα! βρικόλακες περνούσανε
σε μαυροφτέρουγα άτια.
Πικρότερη από τους βρικόλακες,
ω Μέδουσα! ήρθες, σ’ έφερε
απ’ την αγρύπνια μου σκληρότερο ένα βύθος·
παράδωκε σ’ εσέ η Νυχτιά τα πάντα μου,
μάτια, βουλή, νου, στήθος.
Ήρθες! Ακόμα δε με ξέχασες;
κάθε φορά που είν’ έτοιμο
κάποιου κακού να με σαρώσει αγριοκαίρι,
ω Μέδουσα, σε βλέπω, αστραποσύγνεφο,
βουβά μου λες: «Καρτέρει!»
Ω Μέδουσα! κι εσύ ήσουν άλλοτε
η γκαρδιακή και η άκακη…
Από το μίσος άλλαξες κι έγινες τέρας; Δε χόρτασες;
Του σκότους είμαι πάγωμα και γύμνια είμαι της μέρας.
Και μου ήρθες τώρα, σφιγγοπρόσωπη, σιμότερα·
η φοβέρα σου ήτανε πιο σφιχτοδετή με το σκοτάδι.
Ω Μέδουσα! την ποινή την υπέρτατη
μηνάς μου από τον Άδη ;
Δε σε φοβάμαι, μείνε, Μέδουσα! Είμαι ο ληστής·
υψώνει με προς μακαρίους παραδείσους
θείο χέρι, υψώνει με·
του κάκου, αστραποσύγνεφο,
βουβά μού λες: «Καρτέρει!»
Με καρτεράνε στα Ηλύσια· τόπον εκεί μού ετοίμασαν
κάτου από θόλους με τ’ αμάραντ’ άνθια κλώνων
οι μάρτυρες των πόνων των αμίλητων
και των πανώριων πόνων.



